Σόνια Θεοδωρίδου – Βραβείο Μουσικής
Κάποιοι πανάξιοι Έλληνες πρεσβεύουν στο εξωτερικό μιαν άλλη σύγχρονη Ελλάδα, αυτήν της δημιουργίας, του πολιτισμού, του πνεύματος, της τέχνης και της υψηλής αισθητικής.
Μια τέτοια προσωπικότητα είναι η διεθνούς φήμης Σοπράνο κα Σόνια Θεοδωρίδου, η οποία με την αγγελική της φωνή έχει κατακτήσει τα μεγαλύτερα Λυρικά Θέατρα της Ευρώπης και του κόσμου.
Δυο χαρακτηριστικές σκηνές σκιαγραφούν και αποδεικνύουν πόσο σπουδαία σοπράνο είναι η κα Θεοδωρίδου. Στην παράσταση Suor Angelica που έκανε με τον διευθυντή του Convent Garden, Antonio Pappano στις Βρυξέλλες, στο Βασιλικό Θέατρο, όταν έκλεισε η αυλαία, ο κόσμος αντί να χειροκροτεί είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Μετά σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και αποθέωσαν τη Diva που τους έκανε να κλάψουν.
Στην Όπερα της Φρανκφούρτης, όπου τραγούδησε την Ιφιγένεια εν Ταύροις, ο διευθυντής του Salzburg πήγε να τη συγχαρεί με δάκρυα στο πρόσωπο και λέγοντας μόνο: Ω εσύ ελληνίδα!
Η κα Σόνια Θεοδωρίδου γεννήθηκε στην Βέροια. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο «Μανώλης Καλομοίρης» στην τάξη της Καίτης Παπαλεξοπούλου, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση καθώς επίσης και με βραβείο «Άριστης και Διακεκριμένης Εκτέλεσης». Της χορηγήθηκε η υποτροφία «Μαρία Κάλλας» η οποία της έδωσε την δυνατότητα να πραγματοποιήσει περαιτέρω σπουδές στη Μουσική Ακαδημία της Κολωνίας και αργότερα στο Λονδίνο με την Vera Rozza. Έκανε πολλές και σκληρές δουλειές για να σπουδάσει, αφού τα χρήματα της υποτροφίας δεν ήταν αρκετά και ο πατέρας της ήταν πολιτικός εξόριστος.
Μεταξύ άλλων, ειδικεύθηκε στο ρεπερτόριο των Γερμανικών Τραγουδιών (Lieder) με την Elisabeth Schwarzkopf.
Η Σόνια Θεοδωρίδου έχει εμφανισθεί στα πιο σημαντικά λυρικά θέατρα της Ευρώπης όπως, η Όπερα της Φρανκφούρτης, Κρατική Όπερα του Βερολίνου, Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, Κρατική Όπερα του Αμβούργου, Εθνικό Θέατρο του Μονάχου και της Στουτγάρδης, Théâtre Royal de la Monnaie (Βρυξέλλες), Théâtre Chatelet του Παρισιού, Teatro Communale της Φιρέντζα, Teatro La Fenice της Βενετίας, Theatre της Βασιλείας, Όπερα της Λυόν και του Montpellier, Φεστιβάλ Schwetzingen, Maifestspiele του Βισμπάντεν, Opera House της Budapest, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Θέατρο Ηρώδου του Αττικού, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Αρχαίο Θέατρο Δελφών κ.α. σε πόλεις όπως Άμστερνταμ, Ρόττερνταμ, Βερολίνο, Κολωνία, Νέα Υόρκη, SaltLake City, Ζάλτσμπουργκ, Βιέννη κ.α.
Ως σολίστ έχει δώσει πολυάριθμες συναυλίες και ρεσιτάλ τραγουδιού στην Κολωνία (Φιλαρμονική Κολωνίας), Βουδαπέστη (Ακαδημία Franz Liszt), Ιταλία (Reggio Emilia), Ισραήλ (Φιλαρμονική Tel Aviv), Λισσαβώνα (Colosseum), Τόκυο, Φρανκφούρτη (Alte Oper), Μόναχο (Gasteig) και έχει συνεργαστεί με διάσημους μαέστρους και ορχήστρες όπως οι Wolfgang Sawallisch, Zubin Mehta, Sir Neville Mariner, Antonio Pappano, Rene Jacobs, Christoph von Dohnanyi, Gerd Albrecht, Garry Bertini, Ivan , Marcello Viotti, Helmut Rilling, Andras Schiff, Frans Bruggen με την Orchestra of the Age of the Enlightenment, Concerto Köln, την Φιλαρμονική της Βιέννης και άλλες.
Υπήρξε η Μιμί της «Λα Μποέμ», η Φιορντιλίτζι του «Έτσι κάνουν όλες», η Ελβίρα του «Ντον Τζιοβάννι», η Παμίνα του «Μαγικού Αυλού», η Βιολέττα της «Λα Τραβιάτα», η Κλεοπάτρα του «Ιουλίου Καίσαρα» κ.α.
Η κυρία Σόνια Θεοδωρίδου δεν είναι μια Diva που απολαμβάνει τη δόξα της αποστασιοποιημένη από την Ελλάδα και την κοινωνική πραγματικότητα.
Σε συνέντευξή της και σε ερώτηση σχετικά και πώς νιώθει στις μεγάλες σκηνές της Ευρώπης, απάντησε : Θα σας πω. Στο εξωτερικό όταν ανοίγει η σκηνή και μπαίνω μέσα, (τότε εγώ το 1.60 ύψος), ορθώνομαι και γίνομαι πολύ μεγάλη και ίσως καμιά φορά λέω «Άντε, παραμερίστε να περάσει η Ελλάδα», … η Ελλάδα της καρδιάς, η Ελλάδα της γιαγιάς από τον Πόντο, η Ελλάδα των θείων μου, αυτά τα πονεμένα μάτια της Ελλάδας… ή και της ιστορίας μας αν θέλετε, αυτής της βαριάς κληρονομιάς που κουβαλάμε στην πλάτη. Νιώθω μια παράξενη περηφάνια και ένα αίσθημα ότι αποκλείεται να αποτύχεις επειδή κουβαλάς όλα αυτά πίσω σου…»
Με αυτήν τη φιλοσοφία ,με αυτό το συναίσθημα της βαριάς κληρονομιάς , η κα Θεοδωρίδου πασχίζει να προσφέρει όσο περισσότερα μπορεί στην αναβάθμιση του πολιτισμού μας, μέσα από πολλές και διαφορετικές δράσεις.
Το 2010 ίδρυσε μαζί με τον σύζυγο της, διακεκριμένο Μαέστρο Θεόδωρο Ορφανίδη, την Οrchestra Mobile, και ένα χρόνο αργότερα την Ηuman Voice, τη δική τους δισκογραφική εταιρία με σκοπό να αναδείξουν τη λόγια Ελληνική μουσική στο εξωτερικό, να τη διαδώσουν και να προβάλουν Έλληνες καλλιτέχνες. Συμμετέχουν μουσικοί από Ισραήλ, Τουρκία, Γερμανία και άλλες χώρες. Το μεγάλο τους καμάρι είναι το project με ποιήματα του Καβάφη που μελοποίησε ο Αθανάσιος Σίμογλου.
Οι δυο τους συγκλόνισαν την Ευρώπη και τον κόσμο με τη σιωπηλή εκδήλωση διαμαρτυρίας που έκαναν στο εσωτερικό του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 2014, με σκοπό την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα, αναζωπυρώνοντας το θέμα και κερδίζοντας το θαυμασμό και την υποστήριξη, τόσο του κοινού όσο και της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κοινότητας.
Η Σόνια Θεοδωρίδου με έξι κοπέλες ντυμένες στα λευκά μπήκαν στο Βρετανικό Μουσείο αναζητώντας, την καρυάτιδα, τη χαμένη «αδελφή τους». Η σιωπή αναμείχτηκε με το δέος και τον σεβασμό και παραμέριζαν με δέος για να περάσουν οι «σύγχρονες» Καρυάτιδες. Το Λονδίνο σιώπησε, ο κόσμος όλος υποκλίθηκε. Ακόμα και οι φύλακες παραμέρισαν…
Μαζί με τον σύζυγό της εργάζονται με πάθος για τη δημιουργία μουσικών βιβλιοθηκών στις επαρχιακές πόλεις, κάνοντας δωρεές και αγωνιώντας να μεταδώσουν στους νέους μουσική παιδεία.
Η σοπράνο που μαγεύει το κοινό στις μεγαλύτερες όπερες, βλέπει την κρίση ως μια ευκαιρία να γίνουμε οι Έλληνες αυτό που πραγματικά είμαστε και οφείλουμε να είμαστε. Τα λόγια της αποδίδουν σεμνά τον στοχασμό της:
«Κι εγώ από επαρχία είμαι, αλλά είχα μια μάνα που ήθελε να μας σπουδάσει ώστε να γίνουμε κάτι στη ζωή μας. Η κρίση, για μένα, είναι βαθιά πολιτιστική. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες, αλλά επέμεναν να μορφωθούμε. Μπορείς και με τα λίγα να περάσεις, και με τα λίγα να δημιουργήσεις!»
«Ξέρετε, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει στροφή του κόσμου στην προσφορά. Αυτό είναι το θετικό της κρίσης, η απελπισία μάς οδηγεί να ανοιγόμαστε, να γινόμαστε πιο αλληλέγγυοι, να είμαστε όχι πια του «έχειν» αλλά του «είμαστε». Ελπίζω να μας δοθεί η ευκαιρία να κάνουμε την αυτοκριτική μας μέσα απ’ όλο αυτό. Η δική μου γενιά δεν έδωσε στα παιδιά αυτά που πήραμε εμείς από τους γονείς μας. Τα γεμίσαμε υλικά κι έτσι δημιουργήθηκε το κενό. Ήταν μια φούσκα που εκδηλώθηκε μέσα από τους πολιτικούς μας οι οποίοι είναι, κατά κάποιον τρόπο, η συνείδησή μας.»